Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Ήμουν κι εγώ στην Ελλάδα....

Ὀφείλω νά ὁμολογήσω ὅτι ἡ κατάσταση δέν εἶναι τόσο φρικτή ὅσο φαίνεται· εἶναι ἀκόμη χειρότερη! Ἡ Ἑλλάς ἦταν ὀργανωτικά καί πολιτικά ἀπροετοίμαστη γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν νέων συνθηκῶν. Τῆς ἔλειπε καί τό ἀνάλογο ἠθικό καί πνευματικό ἕρμα. Μπῆκε στήν ΕΟΚ καί ἀκολούθως στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ὅπως ἕνας μουζίκος στά Χειμερινά Ἀνάκτορα.

Ὁ λαός μας ἐξ αἰτίας τῶν ἄσκοπων καί ἄστοχων παροχῶν ἔχασε τήν πλέον βασική ἀρετή του πού εἶναι τό ἀλφάβητο τῆς οἰκονομικῆς γραμματικῆς. Ἐννοῶ τήν ἐργατικότητά του. Σχημάτισε τή βλακώδη ἀντίληψη ὅτι πολλά καί ὡραῖα πράγματα μποροῦν νά κατακτηθοῦν χωρίς μόχθο, μόνο μέ τή μαγκιά ἤ τήν κατεργαριά. Σήμερα σέ συντριπτικό ποσοστό ὅλες οἱ παραγωγικές ἐργασίες –κυρίως οἱ χειρωνακτικές– γίνονται ἀπό ξένο ἐργατικό δυναμικό.
Βρισκόμαστε ἀκόμη στήν ἀρχή τῆς καταστροφῆς. Ἡ ἑλληνική τραγωδία εἶναι ἕνα βιβλίο πού δέν ἔχει γραφτεῖ. Τώρα εἴμαστε στήν εἰσαγωγή. Τό δράμα, πού θά περιέχει καί αἷμα, δέν ἔχει κορυφωθεῖ. Ἡ Ἑλλάς τούτη τή στιγμή μοιάζει μέ τό «Μεθυσμένο καράβι» τοῦ Ρεμπώ ἤ μέ τό «Πλοῖο τῶν Τρελλῶν», τοῦ Σεβαστιανοῦ Μπράντ. Εἶναι παντελῶς ἀπυξίδωτη. Καί οἱ Ἕλληνες, γιά νά θυμηθῶ μιά φράση τοῦ Τσώρτσιλ, εἶναι σάν τούς ναῦτες τοῦ Κολόμβου πού δέν ἤξεραν οὔτε ποῦ πήγαιναν οὔτε ποῦ ἔφθασαν. Ἔτσι, παρόλο πού εἴμαστε λαός μέ τεράστια ναυτική παράδοση, πέσαμε σέ... ξέρα! Βουλάζουμε ἐπί ἔτη πολλά, ἐπειδή ἀλλάζουμε πρός τό χειρότερο! Ἀκόμη καί τήν ἁγία γλώσσα μας θανατώσαμε.
Μᾶς ἔλειψαν καί μᾶς λείπουν οἱ κατάλληλοι πλοηγοί. Ἕνας καλός κυβερνήτης μπορεῖ νά μετατρέπει μιά συμφορά σέ πραγματικό θρίαμβο. Ἀλλά πρέπει νά κατανοηθεῖ κι ἀπό τό λαό αὐτό πού λέει ὁ ποιητής: «Γιά νά γυρίσει ὁ ἥλιος, θέλει δουλειά πολλή». Κι ἐμεῖς νιώθουμε τή δουλειά, ὅπως ἔνιωθε πάνω του ὁ Ἡρακλῆς τόν χιτώνα τοῦ Νέσσου.
Κι ἄλλες φορές κατρακυλήσαμε –κι ὄχι μόνον οἰκονομικά– ἀκόμη πιό χαμηλά. Τί εἶναι ἡ σημερινή κατάσταση μπροστά στή μικρασιατική συμφορά, μπροστά στή γερμανοϊταλική κατοχή καί τά δεινά τῆς ἀλληλοσφαγῆς; Κι ὅμως μπορέσαμε καί στίς δύο περιπτώσεις μέσα σέ μία δεκαετία νά μετατρέψουμε τό δράμα σέ θαῦμα, τήν τραγωδία σέ δημιουργία – γιά νά μήν πῶ μεγαλουργία. Ἐκηρύξαμε πτώχευση διά στόματος Χαριλάου Τρικούπη τό 1893. Κι ὅμως μετά ἀπό τρία χρόνια ὀργανώσαμε τούς πρώτους Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες. Ἡττηθήκαμε ἀπό τούς Τούρκους τό 1897 καί, ἐπειδή βουτηχτήκαμε στά χρέη ὥς τό λαιμό, δεχθήκαμε τόν Διεθνῆ Οἰκονομικό Ἔλεγχο. Κάτι ταπεινωτικό ἀλλά συνάμα σωστικό. Ὁ Βρεταννός στρατιωτικός καί διπλωμάτης Ἐδουάρδος Λώ (1846-1908), ὡς πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς αὐτῆς ἐπί μία διετία, ἔβαλε σέ τάξη τά δημοσιονομικά μας πράγματα, γιά πρώτη φορά ἡ Ἑλλάς ἐμφάνισε ἰσοσκελισμένο προϋπολογισμό καί ἀπέκτησε ἐκ νέου δανειοληπτική φερεγγυότητα, ὥστε μετά ἀπό μία δεκαετία νά εἶναι ἀρτίως παρασκευασμένη γιά τούς Βαλκανικούς πολέμους, ἀπό τούς ὁποίους βγῆκε ἐδαφικά καί πληθυσμιακά διπλασιασμένη.
Καί κάτι βασικό: οἰκονομικά περισσότερο ἐνισχυμένη! Ἡ συμφορά τοῦ 1897 ἦταν ἕνα γερό πάθημα πού μᾶς ἔγινε ἕνα καλό μάθημα. Ἄρα, θά ἰσχύσει τό ἴδιο καί στόν παρόντα καιρό; Ἀμφιβάλλω. Διότι ἐνῶ κλείνουν τά ἐργαστήρια, ἀνοίγουν καινούργια κηφηνεῖα, ὅπως ὀνομάζω ἐγώ τίς καφετέριες. Ὀρθῶς ἐξεγειρόμεθα κατά τῶν κυβερνώντων ἀλλά κακῶς δέν ἐξεγειρόμεθα κατά τοῦ φαύλου ἤ παθητικοποιημένου ἤ βολεμένου ἑαυτοῦ μας. Κακῶς δέν ἐξεγειρόμεθα καί ἐναντίον αὐτῶν πού μονοπωλοῦν τή λαϊκή ὀργή καί σκορποῦν γύρω τους τήν καταστροφή. Τά μικρομάγαζα τοῦ κέντρου τῶν Ἀθηνῶν δέν ἔκλεισαν μόνον ἀπό τήν οἰκονομική κρίση ἀλλά πρωτίστως ἀπό τήν κρίση βαρβαρότητας πού ἔχει κυριαρχήσει. Σήμερα ἡ Ἑλλάς ἔχει δύο κυβερνήσεις: αὐτή τῆς Βουλῆς καί αὐτή τοῦ δρόμου καί τῶν πλατειῶν. Γιά νά ἐκφραστῶ καβαφικά, «βλάπτουν καί οἱ δύο τήν Ἑλλάδα ἐξ ἴσου».
Οἱ σκηνές πού παρακολουθήσαμε ἐσχάτως ἔξω ἀπό τή Βουλή καί στούς πέριξ χώρους δημιούργησαν τήν ἐντύπωση πώς ἡ Ἀθήνα –κι ὄχι μόνον αὐτή– βρίσκεται στά περίχωρα τῆς κόλασης. Λίγο ἀπέχουμε ἀπό τό νά γίνουμε Λιβύη. Οἱ δυνάμεις ἀνατροπεῖς βρίσκονται μέσα στούς κόλπους μας. Τά κόμματα, ἀδιαφορώντας γιά τήν παιδαγωγική τους ἀποστολή, μᾶς ἔκαναν ἕναν ἀλληλομισούμενο λαό. Χαιρόμαστε πιό πολύ κι ἀπό τή δική μας ἐπιτυχία τήν ἀποτυχία τοῦ ἄλλου. Ἡδονιζόμαστε μέ τόν αὐτοεξευτελισμό μας. Σβήσαμε τό αἴσθημα τοῦ πατριωτικοῦ φιλότιμου ἀπό τήν ψυχή τῆς νεολαίας. Ἡ λέξη Ἑλλάς δέν συγκινεῖ· ἀπωθεῖ. Γιατί ἡ Ἑλλάς ταυτίστηκε μέ ἕναν κόσμο πού παραπέμπει στή ζούγκλα. Μόνο πού σ’ αὐτή τήν ἑλληνική ζούγκλα κάποια ἐπιτήδεια θηρία φορᾶνε σακκάκι καί γραβάτα.
Σ’ αὐτό τόν ἀποθηριωμένο κόσμο ἐπιπλέουν – μᾶλλον ἐπέπλεαν– ἐν εἴδει φελλοῦ κάποιοι καριερίστες, χωρίς ἰδεολογικό καί ἠθικό ἕρμα, πού χρησιμοποιοῦσαν κάποιες βαρύγδουπες ἐκφράσεις γιά νά προσδώσουν στό λόγο καί στό πρόσωπό τους ἀξιοπιστία χωρίς τό παραμικρό ἔξοδο. Προέρχονταν ἀπό τό μηδέν καί μᾶς ὁδηγοῦσαν ἀλληλοδιαδόχως στό μηδέν. Ἐπειδή ὅμως τώρα ἔχουμε φθάσει στό μηδέν εἰς τό... πηλήκιον, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ πρωθυπουργός, δηλαδή στήν ἐσχάτη στιγμή πρό τῆς καταστροφῆς, πρέπει νά νουθετιστοῦμε. Νά φεισθοῦμε τῆς Ἑλλάδος. Κι ἄν δέν τήν χρειαζόμαστε ἐμεῖς, τήν χρειάζεται ὁ κόσμος. Γιά ὅλη τήν ὑφήλιο ἡ Ἑλλάς ἦταν μέχρι πρό τινος ἰδέα. Κι αὐτή τήν ἰδέα φροντίσαμε μέσα σέ λίγα χρόνια νά τήν κάνουμε κουρέλι. Ἐπί αἰῶνες ἔλεγαν στή Δύση τό «Et in Arcadia ego» (= ἤμουν κι ἐγώ στήν Ἀρκαδία). Ὅσοι ξένοι ἔζησαν τίς πρόσφατες καταστάσεις φρίκης –ἐδῶ καί ὄχι στή Λιβύη– θά μεταλλάξουν τή φράση: «Et in Graeciam ego». Ἔτσι, ὅπως θά ἔλεγε πικροειρωνικά ὁ Καβάφης,θά εἶναι μεγάλο τό ὄνειδός μας.