Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ : "ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ" - Κεφάλαιο ΙΖ’ "Το Πυργί" - 2η Εκδοση, Αθήνα 1905


Παραθέτουμε παρακάτω όλο το Κεφάλαιο ΙΖ "Το Πυργί", όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Ι. Ψυχάρη "Το Ταξίδι μου" .

ΙΖ’ Το Πυργί.

Καλύτερα παίρνει κανείς την αναπνοή του στα βουνά. Στη Χώρα είναι πάρα πολλοί Τούρκοι και μου έρχεται πλήξη να τους βλέπω.
Σηκώθηκα το λοιπό να πάω να σεργιανίσω τη Χιο. Ένα πρωί, με το Σιορ Κωστή, κάτσαμε ο καθένας στο μουλάρι μας και σύραμε για τα μαστιχόχωρα.
Ανεβαίναμε αψηλά αψηλά με τα ζα· κάποτες πάλε, κατεβαίναμε κάτω κάτω και πηγαίναμε κοντά κοντά στ’ ακρογιάλι. Κάθε φορά που πηγαίναμε κοντά κοντά στ’ ακρογιάλι, μου έλεγε ο Σιορ Κωστής· — «Συχνά θα τραβούσε με το μουλάρι του στο γιαλό, συχνά θα ’ρχότανε ο Όμηρος ν’ ακουμπήσει σ’ αφτό το βράχο που βλέπεις τώρα μπροστά σου.
Εδώ θα ’γραψε την πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας και κοιτάζοντας τη θάλασσα, θα ’λεγε μέσα του· «παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.» Αφτά τα κύματα που τ’ ακούμε και σήμερις ακόμη να δέρ­νουνε τ’ ακρογιάλι, θα το δέρνανε και τότες. Τ’ άκουγε λοιπόν ο θείος Όμηρος και στιχουργούσε.»
Του αποκρινόμουνε γω πάλε· — «Σιορ Κωστή, ο Όμηρος δεν έγραφε, γιατί δεν ήξερε να γράφει. Στον καιρό του αρφάβητο δεν είχε ακόμη. Δεν μπορούσε λοιπό να δώσει αριθμούς στις ραψωδίες και να πει άρφα τη μια, βήτα την άλλη.
Ο Όμηρος ήτανε αγράμματος άθρωπος· να το ’χεις για βέβαιο, Σιορ Κωστή, οι δασκάλοι μας σήμερα ξέρουνε πολλά περισ­σότερα.
Σιορ Κωστή, ένας Όμηρος δεν ήτανε· ήτανε πολλοί. Η Ελλάδα μας στάθηκε πλούσιος τόπος· ένας μόνος ποιη­τής δεν της έφτανε· έβγαζε πολλούς μαζί.
Όλοι τους αφτοί οι ποιητάδες πηγαίνανε από δω κι από κει σ’ όλη την Ελ­λάδα· ο καθένας είχε να πει το δικό του· άλλος έλεγε για τα καράβια που μαζωχτήκανε τότες στην Τρωάδα· άλλος για τη βρισιά που πάτησε του Αγαμέμνονα ο Αχιλλέας· άλλος για το Διομήδη που είχε συνάμα και δύναμη και μαργιολιά· άλ­λος πάλε τραγουδούσε για τον Πρίαμο το γέρο, που μοναχός του πρόβαλε τη νύχτα ίσα με την τέντα του Αχιλλέα, για να πάρει με κλάματα και με πόνους του γιόκα του το κορμί· άλλος είχε άλλα να πει για την Ελένη, που με μάτι ουράνιες χάρες γεμάτο, κοίταζε από πάνω από το κάστρο το κακό που γινότανε κάτω· θάμπωνε τους γέρους η ομορφιά της.
Αφτούς τους φτωχούς, τους πεινασμένους που περπατούσανε και τραγουδούσανε και ζητούσαν ένα κομμάτι κρέας για ανταμοιβή τους, τους λέμε ραψωδούς. Ποίηση και φαντασία δεν είχε τότες ένας άθρωπος μόνος· είχε όλος ο λαός, κι ήτανε πράμα μεγάλο, σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, με μιας να βρεθούνε τόσα και τέτοια πρώτα κεφάλια.
Να σου πω μάλι­στα κι ένα άλλο, Σιορ Κωστή, γιατί έχω και γω την ιδέα μου. Όχι μόνο δεν έκαμε ένας ποιητής την Ιλιάδα, μα μήτε έγινε στον ίδιο τόπο· βγήκε μέσα από πολλά χωριά. Ένα χωριό μάθαινε μια ραψωδία, κι από το πρώτο το χωριό την έπαιρνε κι ένα άλλο.
Το καθένα την έσιαζε, την ξανάφτιανε, έβαζε μέσα και τη γλώσσα του.
Για τούτο βρίσκεις τόσους αντίθετους, τόσους αλλιώτικους τύπους στην Ιλιάδα· είναι χαμός καιρού να κάθεται κανείς να γυρέβει την πρωτότυπη γλώσσα της Ιλιάδας και να νομίζει πως αφτή η γλώσσα ήτανε μια και μόνη, ή πως είχε ποτέ της ενότητα και γραμ­ματική απλή. Μην τα πιστέβεις αφτά.
Οι ραψωδίες, Σιορ Κωστή, άλλο τίποτα δεν ήτανε παρά δημοτικά τραγούδια, σαν τα δικά μας, απ’ αφτά που συνάζεις η εβγενεία σου και που σημειώνω κάποτες και γω.
Και στα τραγούδια μας μέσα θα βρεις τύπους αντίθετους, αλλιώτικα γραμματικά συστή­ματα. Σ’ ένα παραμύθι που θα σου πούνε σ’ ένα χιώτικο χωριό, ακούς άξαφνα έναν τύπο που τον έχουνε μόνο στη Μακεδονία ή στο Μωριά! Μαζί με τους αθρώπους τρέχουνε και τα παραμύθια. Αποφάσισε αν μπορείς σε τι γλώσσα έγινε πρώτα πρώτα το παραμύθι. Απ’ αφτά τα διάφορα τα τραγούδια ίσως βγει πάλε, Κωστάκη μου, καμιά μέρα και κει που δεν το προσμένει κανείς, μια καινούρια Ιλιάδα. Μη νομίσεις πως θα την παινέσουνε οι δασκάλοι· θα πούνε πρό­στυχους τους στίχους, καθώς θα λέγανε και τον Όμηρο πρό­στυχο, αν οι δασκάλοι ζούσανε και σε κείνα τα χρόνια, γιατί κι ο Όμηρος, σαν που λες, ήτανε αγράμματος ποιητής του λαού. Κι αν ο Όμηρος δε μιλούσε τη γλώσσα του λαού, πώς θα μάθαινε απ’ όξω τον Όμηρο ο λαός; Για βάλε το λαό μας, Σιορ Κωστή, να μάθει απ’ όξω τη Θεοδώρα και τον Ηράκλειο. Να διούμε θα μπορέσει;»

Ο Σιορ Κωστής τσίτωνε τ’ αφτιά του κι άκουγε με προσο­χή.
Ο Σιορ Κωστής είναι Ρωμιός από τους σπάνιους και δε μοιάζει τους άλλους· έχει περιέργεια ο νους του κι όλο θέλει να μάθει· δε νομίζει πως τα ξέρει όλα. Όταν του μιλείς για τον Όμηρο, δε θαρρεί πως του τα λες για να τον πειράξεις και τάχατις για να τον προσβάλεις.
Βλέπει πως αφτά τα ζητήματα έχουν ένα σκοπό μόνο, την επιστημονική αλή­θεια. Με τέτοιο σύντροφο μ’ αρέσει το ταξίδι.
Κεντήσαμε τα μουλάρια και πήγαμε ομπρός.

Ο σκοπός μας ήτανε, καμιά δεκαπενταριά μέρες να μείνουμε στο Πυργί. Ας πάνε άλλοι να σεργιανίσουνε την Εβρώπη· ας πα να διούνε όσοι θέλουνε την Ασία με τ’ απέραντά της τα κράτη, την Αφρική με τα λιοντάρια, με τους άμμους και με τα νερά της. Εμένα μ’ α­ρέσει το Πυργί· τρελαίνουμαι για τους Πυργούσους· στο Πυργί ξανοίγει η καρδιά μου.

Χάρηκα, άμα το είδα το Πυργί. Στο Πυργί κι οι πέτρες γελούνε. Ο Πυργούσης δε σκύφτει κεφάλι· λεφτεριά και καλο­σύνη βλέπεις στο πρόσωπό του. Αχάριστος δεν είναι κι όλο θυμάται το καλό. Είναι έξυπνος κι ό,τι πεις, αμέσως το κατα­λαβαίνει. Ο Πυργούσης σέβεται τα παλιά του τα έθιμα· μά­λιστα περηφανέβεται που τα βαστά. Έχει δίκιο ο Πυργούσης· ποτέ σου δεν πρέπει ν’ αρνηθείς μήτε τ’ όνομα, μήτε τη θρησκεία μήτε τη γλώσσα του πατέρα σου.

Όταν μπήκα στο Πυργί, ήρθανε όλοι τους να με καλωσορίσουνε. Κόντεβε να βραδιάσει και σα λούλουδο στον ουρανό λίγο λίγο ξάνοιγε το φεγγάρι κι άρχιζε να χρυσίζει.
Νόμισα πως έβλεπα μπροστά μου παραμύθι ζωντανό και πως ζούσα και γω μέσα, όταν τους είδα μαζωμένους δεξιά και ζερβιά στους στενούτσικους δρόμους, ανάμεσα στα πέτρινα σπίτια, τον καθένα με το δαδί στο χέρι, κάτασπρα ντυμένους να με χαιρετούνε. Καθόμουνε απάνω στο μουλάρι και προχωρούσα σιγά κι έδινα χεριές από δω, χεριές από κει, και τα πρόσωπα γελούσανε και σα να δακρύζανε τα μάτια μου.

Σαν μπέης, μπέης έρχεσαι, σαν μπέης κατεβαίνεις,
Σαν κυπαρίσσιν αψηλό μέσ’ στο χωριό μας μπαίνεις.

Όχι, Πυργουσάκια μου, δεν είμαι μπέης, κι ο Μαχμούτης το ξέρει· δεν είμαι κυπαρίσσι και μεγαλεία δε γυρέβω. Είμαι χωριατόπουλο σαν και σας και τα χωριάτικα μ’ αρέσουνε. Η προφορά σας μου γλυκοχαδέβει τ’ αφτιά και καμαρώνω τις φορεσιές σας.

Ο Πυργούσης άλλο δεν ξέρει παρά την παλιά του τη φορεσιά. Άσπρα ρούχα φορούνε οι άντρες, άσπρα ρούχα οι γυναίκες, άσπρα τα παιδιά. Πρέπει μάλιστα τις Πυργούσαινες να τις διεις, τι χάρη που την έχουνε όταν αγάλια αγά­λια, με χρόνο και με ρυθμό, σαν καράβι που κουνιέται και πάει, περνούνε από κάτω από τις καμάρες, βγαίνουνε από τις στενάδες μέσα, κι άξαφνα προβάλλουνε όξω στη στράτα, για να πάνε στην πηγή, με το σταμνί στην πλάτη, με το ξεστρογγυλωτό τους το μπράτσο κυρτωμένο για να βαστά το σταμνί — όλες ασπροντυμένες, σα ζωντανές μαρμαροκολόνες που περπατούνε, που ιχνογραφιούνται και φέγγουνε απάνω στο γαλανό χρώμα τ’ ουρανού.

Παιδιά, σας έβαλα στην καρδιά μου! Ένα μάλιστα μ’ ά­ρεσε στο Πυργί· ποτές δεν πάτησε Πυργούσης στο σκολειό. Για τούτο τους αγάπησα τόσο.

Ένας Πυργούσης μου μίλησε με πολλή γνώση· — «Τα γράμματα, λέει, τι θα τα κάμουμε; Αν ήτανε τουλάχιστο γράμματα που να μπορούσανε κάτι να μας χρησιμέψουνε, δε θα ’λεγα τίποτα· μα τα γράμματα που μας μαθαίνουνε, δεν έχουνε κανένα νόημα για μας.

Παίρ­νεις ένα χωριατόπουλο που μέρα νύχτα λέει τον πατέρα του φέντη, που κλίνει ο φέντης μου και του φέντη μου· έρχεσαι του λόγου σου, καθίζεις το χωριατόπουλο στο σκολειό και του μαθαίνεις πως πρέπει να κλίνει ο πατήρ, τω πατρί, ω πάτερ.
Το κάνεις κιόλας να διαβάζει κάτι πατράσι και πατέρε, που ποτές δε θα τα χρειαστεί στη ζωή του.
Τον Ξενοφώντα με την αττική του δεν τον έχουμε ανάγκη· μας φτάνει να ξέρουμε τη γλώσσα μας. Α βάζανε τουλάχιστο το παιδί να κλίνει ο πατέρας, του πατέρα, τον πατέρα, μπορούσε κάτι να φεληθεί το παιδί· έτσι θα μάθαινε να μιλεί και μ’ όλους τους άλλους Ρωμιούς, με τους ομογενείς σαν που τους λένε, και θα καταλάβαινε πως όλοι μας μαζί μια γλώσσα έχουμε που μας ενώνει.
Εγώ, τσελεμπή μου, είμαι αγράμματος κι όσα σου λέω σου τα λέω με τα μικρά μου τα μυαλά. Έτσι μου φαίνεται πιο σωστό.
Έπειτα, να σου πω την αλήθεια, μας πνίξανε τα γράμματα. Τα γράμματα είναι λούσο. Έχει κανείς άλλα να συλλογιστεί. Δε μου λες, εσύ που γύρισες την Εβρώπη, τι χρειάζεται ένα έθνος για να γίνει μεγάλο και ξακουστό; Να σου το πω σαν που το ξέρω και βλέπουμε α συφωνούμε.

Ένα έθνος θέλει δυο πράματα για να μεγαλώσει· θέλει μάθηση και στρατό. Τώρα σε παρακαλώ να μου πεις με τι τρόπο μπορεί ν’ αποχτήσει μάθηση και στρατό; Με τι παράδες θα πλερώσει και το δάσκαλο και το στρατιώτη; Με τους παράδες τους δικούς μου. Με του εμπόρου τους παράδες, που μέρα νύχτα δουλέβει, με τους παράδες του χωρικού που ιδρώνει και σκά­φτει τη γης. Φρόνιμο λοιπό να κοιτάζουμε πρώτα να κερ­δίσουμε τους παράδες.
Ο έμπορος κι ο χωρικός είναι τα πρώτα σου θεμέλια, κι αν έχεις στο νου σου να χτίσεις πα­λάτι, απάνω στη πλάτη τους θα το χτίσεις. Να μη σταβρώνουμε τα χέρια, νομίζοντας πως δεν ταιριάζει να κοπιάζουμε, και πως τάχα ξεπέφτουμε.
Ξέρω πως κάποτες μάς καταφρο­νούνε μάς ή που βωλοσηκώνουμε ή που κάνουμε τον έμπορο· κοντέβουνε όλοι οι Ρωμιοί να γίνουνε δικηγόροι και γιατροί. Ωστόσο, το γιατρό και το δικηγόρο, εγώ είμαι πάλε που τους σπουδάζω.»

Να είχα χρήματα, Πυργούση μου, που τα λες τόσο καλά, με χρυσά γράμματα θα τύπωνα τα λόγια σου να τα μοιράσω στην Ελλάδα.
Ας τα χαράξουμε στο νου μας, που δεν κοστί­ζει και παρά.
Όλοι στο Πυργί τέτοιες ιδέες έχουνε.

Ένας μοναχά μου χάλασε το κέφι· ήταν ένα παιδί καμιά δεκα­πενταριά χρονώ, φορούσε φράγκικα και πολεμούσε να μιλήσει παστρικά. Μια μέρα περνούσα από το σπίτι του μπροστά· ήτανε ίσια ίσια η ώρα όπου ερχότανε από το μάθημα το παιδί. Τ’ άκουγα και φώναζε μέσα του πατέρα του· — «Δεν ντρέπεσαι τη βάρβαρή σου τη γλώσσα; Το σιχάθηκα το σπίτι όπου μιλούνε τόσο πρόστυχα.
Μου κάνει ντροπή να σ’ ακούω. Δεν μπορώ πια να ζήσω στο χωριό. Εγώ τώρα έμαθα και θα γίνω δάσκαλος.»
Ο πατέρας του ο καημένος δεν τολμούσε να πει λέξη κι έ­μοιαζε σα ζεματισμένος. Τι να πει; Ο γιος του ήξερε γράμ­ματα, και κείνος ο δύστυχος δεν ήξερε.
Δε μου φάνηκε παρά­ξενο που έτσι μίλησε το παιδί· έπρεπε να τ’ ακούσουμε κι αφτά. Κάθε ασέβεια μάθαμε. Αφού μας διδάξανε πως πρέπει να καταφρονούμε του πατέρα μας τη γλώσσα, συνέπεια ήτανε να καταφρονήσουμε και τον πατέρα τον ίδιο που τη μιλεί.

Είπα να μου φέρουνε το παιδί. Ήρθε χαρούμενο, κολακεμένο που το ζητούσε ένας καθηγητής. Όλα του τα ελληνικά μου τα ξεφούρνισε με μιας.

Άμα τον είδα· — «Παιδί μου, του είπα, δε μου λες, του πατέρα σου πώς του φωνάζεις, όταν έχεις να του μιλήσεις;» — Πετιέται το παιδί και μου κάνει· — «Πά­τερ!» — «Μπα! Και γιατί τάχα δεν του λες πατέρα;» — «Γιατί είναι λάθος.» — «Μπράβο, παιδί μου! Βλέπω και ξέρεις γράμματα. Θέλω και γω τώρα κάτι να μου μάθεις. Ποια είναι η γενική του ενικού και του πληθυντικού;» — «Πατρός, πατέρων.» —«Καλά! Θέλω τώρα να καταλάβω γιατί έχει ένα η η ονομαστική, και γιατί το η δεν το ’χει η γενική μήτε του ενικού μήτε του πληθυντικού; Για ποιο λόγο η γενική πατέρων τονίζει το ε, κι από που βγήκε αφτό το ε και γιατί δεν το ’χει η γενική πατρός; Ξέρεις να μου το ξηγήσεις;» — «;;» (Το καημένο το παιδί δεν έβρισκε να πει γρυ.) —«Πες μου τώρα κι άλλο. Σαν ανώμαλο μου φαίνε­ται αφτό το πατήρ· φοβούμαι μήπως είναι λάθος. Από πού ξετρύπωσε το άρφα της δοτικής πληθυντικής πατράσι; Γιατί με μιας χάνεται το ε και πότε βλέπεις η, πότε α, πότε τονίζεται το ε και πότε δεν τονίζεται; Έχει το λόγο της η ονομαστική-αιτιατική του δυικού ή δεν έχει;» — Έχασκε το παιδί, σα να τα είχε χαμένα. —«Δεν το ξέρεις; Ας είναι! Θα ξέρεις τουλάχιστο να μου ξηγήσεις την κλητική πατέρα.
Πώς έγινε η ονομαστική πατέρας; Γιατί έχει το α και το ς; Για ποιο λόγο βαστιέται το α της ονομαστικής στην κλη­τική, στη γενική, στην αιτιατική;
Είναι νόμος γενικός στη γλώσσα μας, τ’ αρσενικά να κρατούνε το α της ονομαστικής σ’ όλο τον ενικό, ή είναι λάθος;
Μ’ άλλα λόγια, πρέπει να λέμε του πατέρα ή μπορούμε άξαφνα να τα κάμουμε του πατέρε, του πατέρου, ή και του πατέρη, όπως λάχει;
Μια κλητική πατέρο, νομίζω, θα είναι λάθος· η κλητική πατέρα πρέπει λοιπό να είναι νόμος γενικός· αν είναι νόμος γενικός, λάθος δεν είναι, γιατί το λάθος κανόνα δε γνωρίζει κι όπως το θέλεις το κάνεις.—Άλλο τώρα· στον πληθυντικό γιατί δεν έχουμε α;
Γιατί στέκεται παντού ο τόνος στο ε; Γιατί μοιάζει η ονομαστική πατέρες με τους πατέρες στην αιτια­τική; Ποιος είναι ο λόγος; Είναι ταχτικό το πράμα ή δεν είναι;» — «Μα... δε μου τα ’μαθε αφτά ο δάσκαλος, μου φωνάζει το παιδί απελπισμένο.» — «Δε σου τα ’μαθε; Τότες να σωπαίνεις. Για να λες ποιο είναι λάθος και ποιο δεν είναι, πρέπει πρώτα να ξέρεις για τι λογής πράματα μιλείς.
Όποιος δεν είναι άξιος να σου πει μήτε πώς μορφώθηκε η ονομαστική πατήρ μήτε πώς έγινε η ονομαστική πατέρας, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα ν’ αποφασίζει ποιος είναι και ποιος δεν είναι ο κανονικός τύπος, γιατί πρώτα πρώτα δε νοιώθει ακόμη τι θα πει τύπος κανονικός. Δεν ταιριάζει και πολύ να μας διδάσκει τι γλώσσα πρέπει να γράφουμε.
Όσα λες είναι κού­φια λόγια. Δεν είσαι σε θέση να κρίνεις τι είναι λάθος και τι δεν είναι. Καλά θα κάμεις ν’ αφήσεις τα παιδιακήσια και πρώ­τος εσύ να μην τα συνορίζεσαι.»
Ας μη συνοριστούμε και μεις τα δασκαλεμένα τα παιδιά κι ας πάμε στη δουλειά μας! Για θυμηθείτε, Πυργουσάκια, Πυργούσοι και Πυργούσες, τι χρυσές κουβέντες που τις κά­ναμε μαζί! Δεν έβγαζε λέξη το στόμα σας που να μην τη σημειώσω·

Άη Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
Βαστάει πέννα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.

Έτσι το ’παθα και γω, παιδιά. Πάντα με το χαρτί στο χέρι, κι όταν περπατούσα στους δρόμους κι όταν είχαμε βεγγέρα το βράδυ. Ερχόμουνε από την Καισαρεία και γω, από μακριά μακριά, σαν τον Άη Βασίλη. Κι έπρεπε να ’ρθω τόντις από μακριά μακριά για να σπουδάσω τη γλώσσα σας. Οι δασκάλοι μιλούνε όλο για παιδεία, για επιστήμη, κι ωστόσο ποιος δάσκαλος κατάλαβε πως τέτοιες μελέτες θέλει σήμερα η επι­στήμη κι η γλωσσολογία, δηλαδή να κάμουμε ξέχωρες μονο­γραφίες για τα χωριάτικα κάθε χωριού; Ένα μόνο κατα­λάβαμε για την ώρα, ετυμολογίες· «η χανούμισσα θα πει χάνω το νου μου κι από το orecchio έγινε το γροικώ.» Τέ­τοια πάμε και λέμε. Μας έπιασε κι άλλη μανία· συνάζουμε λέξες. Μα δεν ξέρουμε πώς για να συνάξουμε λέξες, για να κάμουμε μια και μόνη ετυμολογία, πρέπει πρώτα να μάθουμε ποιοι είναι οι φωνολογικοί, ποιοι οι μορφολογικοί κανόνες της γλώσσας που ετυμολογούμε στα στραβά. Να τεντώνουμε τ’ αφτιά μας και ν’ ακούμε πως προφέρνουνε τις πιο συνηθισμένες λέξες, να προσέχουμε πώς λένε το εγώ και το εσύ, το καλημέρα και το καλησπέρα. Έτσι θα μας φανερώσει η γλώσσα τους θησαβρούς της.
Αχ! και να μπορούσα! Να είχα δύναμη, νου και ζωή! Να είχα την τέχνη και τον τρόπο! Θα ’τρεχα παντού στην Ελλάδα· θα πήγαινα σ’ όλα, σ’ όλα τα χωριά ένα ένα. Με το σάκο στον ώμο, με το χαρτί στο χέρι, θα μάζωνα, θα μά­ζωνα· θα ’ριχνα μέσα στα σάκο κόλλες χαρτί· θα ’βαζα μέσα κάθε λέξη, κάθε τύπο, κάθε προφορά. Να είχα δέκα ποδάρια να περπατώ, δέκα αφτιά ν’ ακούω!
Σαν κρασάκι να πίνω τα λόγια του χωρικού· να διω πώς μιλούνε σε κάθε τόπο, ποια γλώσσα μοιάζει με την άλλη, τι ξεχωρίζει το ένα ιδίωμα από τ’ άλλο, πόσα γλωσσικά κέντρα βρίσκουνται στην Ελλάδα, πώς λίγο λίγο μορφώνεται μια γλώσσα, πώς καταντά μια γλώσσα χωριανή να γίνει κοινή σ’ όλους, πώς ξαπλώνεται και διαδίνεται, πως αλλάζει λίγο λίγο στην ψυχή μέσα και στο στόμα η αθρώπινη λαλιά.
Χάνουνται τα χωριάτικα, πριν καταλάβει ο κόσμος τι αξίζουνε και πόσο η σπουδή τους θα τιμήσει την Ελλάδα. Αχ! και να μπορούσα!
Τόσα ζητήματα που σήμερα βασανίζουνε τους σοφούς, εθνολογικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, ζητήματα, φτάνει να καταδεχτείς ν’ ακούσεις το χωρικό που σου μιλεί και βλέπεις την αλήθεια, και σου έρχεται φως!

Οι λόγιοι σπουδάζουνε τις γλώσσες, όσο τις βλέπουνε τυπω­μένες στο χαρτί και νομίζουνε πως οι γλώσσες δεν έχουνε ύπαρξη παρά στο χαρτί.
Αν ακούγανε τον Όμηρο να μιλεί, δε θα προσέχανε τι λέει. Τον έχουνε τυπωμένο και μελετούνε τους στίχους του.
Πόσους άκουσα να μου λένε· — «Πώς θα γράφουμε τη δημοτική, αφού γραμματική δεν έχει;» Θαρ­ρούνε τάχα πως είχε η αρχαία και πως ο Πλάτωνας, κάθε φορά που πήγαινε να γράψει μια φράση, σκάλιζε στη γραμ­ματική του να μάθει πώς έπρεπε να το γυρίσει και ποιο τύπο να βάλει.
Γραμματική νομίζουνε πως είναι μόνο η γραμμα­τική που τυπώνεται· όσο δεν είναι τυπωμένη, όσο δεν έγινε η γραμματική βιβλίο, σου λένε πως δεν υπάρχει.
Φαντάζουνται με τα σωστά τους πως μπορεί να φανεί μια ζωντανή γλώσσα στον κόσμο και πως μπορεί να μιλιέται χωρίς να ’χει τη γραμματική της, κι ας μην είναι η γραμματική τυπω­μένη.
Είναι το ίδιο σα να φαντάζουνται πως μπορεί ένα σπίτι να στέκεται ίσιο δίχως θεμέλια. Βλέπεις πολυ κατάντησε τα ζήτημα της γλώσσας· με τέτοιες παιδιακήσιες ιδέες έχεις να πολεμήσεις.
Τέτοια πρέπει να κοπανίζεις, και θέλεις καλή πομονή για να μη βαρεθείς και τ’ αφήσεις όλα στη μέση.
Ο σκοπός της γλωσσολογίας δεν είναι να φτιάνει γλώσσες μήτε να τις κανονίζει· είναι να βρει τον κρυφό τους κανονισμό, τους φυσικούς τους νόμους, ν’ ακούσει πώς τις μιλεί ο λαός και να καταλάβει πώς τις έκαμε.
Ζωντανή γλώσσα ήτανε η αρχαία κι όχι ψόφια σαν την καθαρέβουσα. Σ’ όλη την Ελλάδα, τότες καθώς και σήμερις, ήτανε πλήθος χωριά και το καθένα μιλούσε τα χωριάτικα του καιρού του.
Το ένα χωριό συγκοινωνούσε με τ’ άλλο κι έτσι μορφώθηκε λίγο λίγο και βγήκε μια δωρική, μια ιωνική, μια αττική γλώσσα.
Η αττική που ξέρουμε σήμερα δεν ήταν ένας μόνου χωριού γλώσσα· ήτανε ανακατεμένη, κοινή γλώσσα, καμωμένη από τις διάφορες λέξες, από τους χίλιους τύπους που συνηθίζανε οι χωρικοί όλης της Αττικής. Στην αρχή ως κι η δωρική άλλο τίποτα δεν ήτανε παρά χωριανή γλώσσα, πρόστυχη, χυδαία, και στα χωριά τη μιλούσανε.

Ελάτε, δασκαλάκια, στο Πυργί να το διείτε. Ελάτε να μάθουμε, γλώσσα τι θα πει, να καταλάβουμε και πράματα πολλά της αρχαίας που δεν τα χωρεί ο νους μας, όσο τα βλέπουμε τυπω­μένα.

Κάθε μέρα πιάνουμε τη γραμματική και διαβάζουμε μέσα τον τύπο τιμάω-τιμώ, φιλέω-φιλώ. Τα λέμε συνηρημένα ρήματα, γιατί έτσι μας μάθανε να τα λέμε.
Δεν απο­ρείτε όμως πώς μπόρεσε το φιλέω να καταντήσει στο φιλώ; Δε σας φαίνεται παράξενο ένα τέτοιο πήδημα;
Δε ρωτάτε τι έγινε ο τόνος, πού πήγε το ε που τον είχε, και πως είναι δυνατό να χαθεί ένα φωνήεντο με τόνο;
Η συναίρεση στο χαρτί έφκολα γίνεται· φτάνει να βάλεις το φιλώ κοντά στο φιλέω, και να τραβήξεις μια γραμμή για να ξεχωρίσεις τα γράμματα και για να το κάμεις φιλέ-ω, -ώ.
Μα οι Έλληνες, όταν πρώτη φορά είπανε αντίς φιλέω φιλώ, δεν τραβήξανε καμιά γραμμή· δεν κάμανε τη συναίρεση απάνω στα χαρτί· έτσι το ’φερνε η ζωντανή προφορά κι η ζωντανή προφορά δεν έχει μήτε τυπογραφεία μήτε βιβλία.
Πόσα έπρεπε πρώτα να πάθει το φιλέω για να γίνει φιλώ! Έπρεπε να χάσει τον τόνο του το ε, να πάει ο τόνος στο ω, να καταντήσει το ε πιο ψιλό, μόλις ν’ ακούεται, κι έτσι λίγο λίγο ν’ ακουστεί μόνο το ω.
Όσο βλέπουμε το φιλώ στα βιβλία, ένας τέτοιος τύπος δεν μπορεί παρά να μας φανεί λάθος τρομαχτικό. Και τι αθρώποι ήτανε οι Έλληνες για να μιλούν έτσι, να χάφτουνε τόνους και φω­νήεντα;
Ίσως, αν πάτε στο Πυργί — και σ’ άλλα χωριά — θα διείτε πώς έγινε τα πράμα.
Τ’ αρχαίο το φιλέω-ώ δε θα τ’ ακούσετε πια, μα θα βρείτε άλλα πολλά που του μοιάζουνε και θα καταλάβετε με τι τρόπο αλλάζουνε οι γλώσσες.
Πηγαίνοντας από ένα χωριό σε άλλο, θ’ απαντήσετε στο καθένα την ίδια λέξη με άλλη προφορά· θα πάρει τ’ αφτί σας τις πιο μικρές διαφορές που έχουνε αναμεταξύ τους όλα αφτά τα χωριά, θ’ ακολουθήσετε τ’ άπειρα φωνολογικά στάδια ενός τύπου και θα διείτε τότες την κάθε αλλαγή με τη σειρά αλάκαιρη.
Σ’ ένα χωριό θα λένε η ψυχή, σ’ ένα άλλο ψυ’η με δασεία αντίς χ, σ’ ένα τρίτο ψυή χωρίς δασεία, σ’ ένα τέταρτο ψυή με μισοπρόφερτο υ, πάει να πει που μόλις θα τ’ ακούτε, και τότες μόνο βγαίνει ο γνωστός τύπος η ψη, που δε μας φέρνει πια καμιά δυσκολία.
Με τον ίδιο τρόπο και στ’ αρχαία τα χωριά, αν είχαμε ζήσει σε κείνα τα χρόνια, θ’ ακούγαμε κά­που φιλέω, κάπου φιλέώ, κάπου φιλεώ με μισό ε κι έπειτα φιλώ.
Σπουδάζουμε τη γραμματική, μα το νόημά της μας ξεφέβγει· προσέχουμε στα ψηφιά κι αμελούμε την αλήθεια· ανοίγουμε τα μάτια και στουμπώνουμε τ’ αφτιά μας.
Πιο καλά θα καταλάβεις και τη γραμματική της αρχαίας και τη γενική γραμματική, αν ακούσεις πώς μιλούνε, παρά αν πιάσεις βιβλίο να μελετήσεις. Μια μέρα τα χωριάτικα θα γίνουνε η πρώτη βάση της γλωσσολογικής επιστήμης.
Φτάνει να τα συγκρίνεις με τ’ αρχαία, κι αμέσως ζωντανέβει το βιβλίο που διαβάζεις μόνο με τα μάτια· θα σου φαίνεται τώρα πως τ’ ακούς και σου μιλεί.
Δάσκαλε, δάσκαλε, μην καταφρονέσεις, στη ζωή σου, τη γλώσσα του χωριού· είναι η αρχή της σοφίας.
Άκουσε κι ένα άλλο ν’ απορήσεις· όσο κι αν κοπιάσεις, όσο κι αν πάρεις να διαβάσεις Πλάτωνα και Ξενοφώντα, όσο κι αν καθαρίσεις τη γλώσσα σου, να το ξέρεις· ποτέ σου δε θα το καταφέρεις να μιλήσεις αφτή τη γλώσσα που θέλεις, τόσο καθαρά, τόσο νόστιμα και τόσο κανονικά όσο μιλεί τη γλώσσα του ο χωρικός.
Ελάτε, δασκαλάκια, στο χωριό. Στο χωριό, με τον κα­θαρό τον αέρα, με την ωραία τη φύση, θα ξανοίξει κι ο νους κι η καρδιά σας. Όλα καλά στο χωριό. Χαίρεσαι διπλά τη ζωή, αν και κάπου κάπου κανένας κρυφός, κανένας γλυκός πόθος γεννιέται μέσα στην ψυχή σου. Νοιώθει κανείς μ’ όλα του τα δυνατά ποίηση και φύση. Έκαμα και γω, στο σπίτι όπου κόνεψα, δυο πυργούσικους στίχους της Μαρούς του Γιαννίρη·

Γράμματα είν’ τα λόια σου τσαί το Πυργκί σκολειό μου,
Τσ εώ Πυργκούη θα εννώ, α το κάώ ωργκιό μου.